βαρυθυμώ

βαρυθυμώ
(-άω) (AM βαρυθυμῶ, -έω) [βαρύθυμος]
είμαι βαρύθυμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] …   Dictionary of Greek

  • κακαφορούμαι — και κακοφορούμαι 1. έχω υποψίες, βάζω κακό με το μυαλό μου, υποψιάζομαι κάτι κακό 2. δυσφορώ, βαρυθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αρχ. ὑφορῶμαι «υποπτεύομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”